- πεντέβαθμος
- πεντέ-βαθμος, ον,A of five steps,
κλῖμαξ J.BJ5.5.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλῖμαξ J.BJ5.5.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεντέβαθμος — και πεντάβασμος, ον, Α αυτός που αποτελείται από πέντε βαθμίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε (βλ. πεντα ) + βαθμός (πρβλ. δεκά βαθμος)] … Dictionary of Greek
πεντέβαθμοι — πεντέβαθμος of five steps masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντάβασμος — ον, Α βλ. πεντέβαθμος … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek